- δακτυλιογλυφίᾳ
- δακτυλιογλυφίαι , δακτυλιογλυφίαart of cutting gemsfem nom/voc plδακτυλιογλυφίᾱͅ , δακτυλιογλυφίαart of cutting gemsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δακτυλιογλυφία — δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc/acc dual δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιογλυφία — η (AM δακτυλιογλυφία) [δακτυλιογλύφος] η επεξεργασία πολύτιμων λίθων για δαχτυλίδια … Dictionary of Greek
δακτυλιογλυφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλιογλυφία ή στον δακτυλιογλύφο … Dictionary of Greek